ιστορισμός

ιστορισμός
ο [ιστορίζω]
1. η ιστοριοκρατία
2. μεθοδολογική αρχή σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα και τα φαινόμενα θεωρούνται και εξετάζονται μέσα στην ιστορική τους εξέλιξη, μέσα στη διαδικασία εμφάνισης, ανάπτυξης και εξαφάνισης τους και, ταυτόχρονα, σε αναφορά και σε στενή συσχέτιση με τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιστορισμός — ιστορισμός, ο και ιστοριοκρατία, η φιλοσοφικό σύστημα που υπερεκτιμά τον ιστορικό τρόπο θεώρησης του πολιτισμού και του ανθρώπου: Ο πραγματικός ιστορισμός προϋποθέτει την άποψη ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • φυσικοδικαιοκρατία — Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία… …   Dictionary of Greek

  • ιστοριοκρατία — η βλ. ιστορισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”