- ιστορισμός
- ο [ιστορίζω]1. η ιστοριοκρατία2. μεθοδολογική αρχή σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα και τα φαινόμενα θεωρούνται και εξετάζονται μέσα στην ιστορική τους εξέλιξη, μέσα στη διαδικασία εμφάνισης, ανάπτυξης και εξαφάνισης τους και, ταυτόχρονα, σε αναφορά και σε στενή συσχέτιση με τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν.
Dictionary of Greek. 2013.